- plastidium
- (греч.) — пластида
Словарь ботанических терминов. — Киев: Наукова Думка. Под общей редакцией д.б.н. И.А. Дудки. 1984.
Словарь ботанических терминов. — Киев: Наукова Думка. Под общей редакцией д.б.н. И.А. Дудки. 1984.
plastidium — plas·tid·i·um … English syllables
plastidium — … Useful english dictionary
πλαστίδιο — το, Ν βοτ. οργανίδιο που απαντά στο κυτταρόπλασμα όλων τών ζωντανών φυτικών κυττάρων καθώς και στους φωτοσυνθετικούς προκαρυωτικούς οργανισμούς με διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek